Γονότυπος x Περιβάλλον
Θα σας πρότεινα να κάνετε ένα πείραμα, στην περίπτωση που δεν με πιστεύετε. Φυτέψτε ένα φασόλι σε μια γλάστρα που κρατάτε στην σκοτεινή αποθήκη σας και ένα άλλο σε μια γλάστρα που κρατάτε στην φωτεινή αυλή σας. Στην πρώτη περίπτωση το φασόλι θα φυτρώσει, θα μεγαλώσει κάποια εκατοστά, αλλά τα πρώτα του φύλλα θα μείνουν λευκά και καχεκτικά – το φυτό δεν θα μεγαλώσει ποτέ, θα πεθάνει πρόωρα. Το τι περιμένετε από τη γλάστρα στην αυλή σας είναι γνωστό.
Δίδαγμα πρώτο: η φασολιά για να ευδοκιμήσει χρειάζεται κάτι «απ’έξω», στην περίπτωση μας φως. Το «μέσα της» -τα θρεπτικά υλικά του φασολιού και τα γονίδια μέσα στα κύτταρα του νέου φυτού- δεν αρκεί.
Επαναλάβετε το ίδιο πείραμα με δύο φασόλια στα οποία ο γενετιστής που σας τα έδωσε έχει προκαλέσει μια γενετική αλλαγή: έχει καταστρέψει ένα γονίδιο που συμβάλλει στη σύνθεση της χλωροφύλλης, της ουσίας που κάνει τα φύλλα να είναι πράσινα και το φυτό ικανό να τρέφεται από το φως. Τώρα και τα δύο φυτά, αυτό στο υπόγειο και αυτό στην αυλή, θα μείνουν λευκά και καχεκτικά -δεν θα μεγαλώσουν ποτέ, θα πεθάνουν πρόωρα.
Δίδαγμα δεύτερο: Η φασολιά για να ευδοκιμήσει χρειάζεται κάτι «από μέσα». Το «απ’έξω» δεν αρκεί όσο καλό και αν είναι.
Για όλα φταίνε οι βιολόγοι…(not).
Οι βιολόγοι έχουν επανειλημμένα κατηγορηθεί ότι, με το να αναδεικνύουν τη σημασία των γονιδίων, αγνοούν ή υποτιμούν τη σημασία του εξωτερικού περιβάλλοντος. Οι αιτιάσεις αυτές έχουν πάρει νέα ισχύ με την ανάδυση της Κοινωνιοβιολογίας, ενός κλάδου που δανείζεται ιδέες από τη βιολογία προκειμένου να ερμηνεύσει ένα σύνολο κοινωνικών φαινομένων. Όμως οι βιολόγοι, ήδη από τα πρώτα βήματα της επιστήμης τους, έχουν αναγνωρίσει τη σημασία του φαινοτύπου (δηλαδή το τι είναι ένα άτομο τη στιγμή που το παρατηρούμε), του γονότυπου (δηλαδή τα γονίδια που κληρονόμησε από τους γονείς του) και του περιβάλλοντος (δηλαδή όλες τις εξωτερικές επιδράσεις που δέχθηκε το άτομο από τη στιγμή της γέννησης του). Και γράφουν
Φαινότυπος= Γονότυπος + Περιβάλλον
για να πουν συμβολικά πως ότι είμαστε το οφείλουμε στα γονίδιά μας και στο περιβάλλον μας. Ο συμβολισμός θα ήταν επιτυχημένος εάν γραφόταν ως
Φαινότυπος= Γονότυπος x Περιβάλλον
ως γινόμενο και όχι ως άθροισμα. Γιατί αν ο γονότυπος είναι μηδέν (κατεστραμμένα γονίδια) το αποτέλεσμα είναι μηδέν, όσο καλό και αν είναι το περιβάλλον και, αντίστροφα, αν το περιβάλλον είναι τελείως ακατάλληλο το αποτέλεσμα είναι πάλι μηδέν, ακόμη και αν τα γονίδια είναι τα καλύτερα δυνατά. Επίσης, ο πολλαπλασιασμός μας επιτρέπει να δούμε γιατί ένας μέτριος γονότυπος μπορεί να δώσει έναν καλό φαινότυπο, αν το περιβάλλον είναι πολύ καλό, και αντίστροφα -είναι σαν να πολλαπλασιάζουμε έναν μικρό αριθμό με έναν μεγάλο.
Άλλωστε η φύση φαίνεται να αρέσκεται πιο πολύ στους πολλαπλασιασμούς παρά στις προσθέσεις, και μάλιστα της αρέσει να πολλαπλασιάζει πολύ μικρούς αριθμούς με πολύ μεγάλους!
Πράγματα απλά και γνωστά. Όμως πόσες φορές ακούμε κουβέντες σαν αυτή; «Για δες τον Αγησίλαο! Ούτε έπινε, ούτε κάπνιζε, φρόντιζε το φαγητό του, έκανε και το περπάτημά του. Και όμως έφυγε στα 70 του από καρδιακό επεισόδιο. Ενώ ο Τριαντάφυλλος πίνει, καπνίζει, τρώει τον αγλέορα, παίζει τάβλι όλη την ημέρα και όμως είναι περδίκι στα 70 του».
Ο Αγησίλαος μάλλον ξεκίνησε με φτωχά γονίδια και κατά πάσα πιθανότητα δε θα έφτανε εκεί που έφτασε αν δεν φρόντιζε να τα αντισταθμίσει με έναν σωστό τρόπο ζωής. Ο Τριαντάφυλλος μάλλον ξεκίνησε με καλά γονίδια και θα πρέπει να καλυτερέψει τον τρόπο της ζωής του αν θέλει να πάει πιο μακριά.
Πράγματα απλά και γνωστά. Όμως ενώ όλοι παραδεχόμαστε ότι δεν γεννιόμαστε με τις ίδιες «προδιαγραφές» για το μπάσκετ ή την άρση βαρών, μας είναι δύσκολο να παραδεχτούμε το ίδιο γι’ αυτό που ονομάζουμε «χαρακτήρα», π,χ την εφευρετικότητα, την υπομονή, την υπευθυνότητα. Για αυτά θέλουμε να γεννιόμαστε όλοι ίσοι και ολόιδιοι. Το αντίθετο μας φαίνεται αδικία, το απεχθανόμαστε. Ευχόμαστε να μην αληθεύει και, όπως συχνά συμβαίνει, μπερδεύουμε την ευχή με την πραγματικότητα και καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι όντως δεν αληθεύει. Έχουμε έτσι στείλει στο πυρ το εξώτερο τον βιολογικό προκαθορισμό. Και αφού δεν μπορούμε να αρνηθούμε το γεγονός ότι διαφέρουμε (σίγουρα ο Γιάννης είναι πιο ευέξαπτος από τον Κώστα), τα ρίχνουμε όλα στην οικογένεια, το σχολείο, την κοινωνία -δηλαδή στο περιβάλλον.
Και φυσικά παίζει ρόλο το περιβάλλον, ίσως μάλιστα τον μεγαλύτερο. Στο κάτω-κάτω τα γονίδια είναι προδιάθεση, δεν είναι τελεσίδικες εντολές (εκτός από κάποιες κληρονονομικές αρρώστιες, που και για αυτές βρίσκουμε σιγά-σιγά τρόπους να τις παρακάμψουμε). Το να μετατρέψουμε τον ουσιώδη ρόλο του περιβάλλοντος σε παντελή απουσία γενετικής προδιάθεσης ισοδυναμεί με εθελοτυφλία, μας αφαιρεί την γενναιότητα της παραδοχής αυτού που ενδομύχως δεν επιθυμούμε.
Tabula rasa…
Κάπως έτσι φτάσαμε στη θεωρία της «λευκής σελίδας» (πιο γνωστή ως tabula rasa): όταν γεννιόμαστε είμαστε ένα χαρτί κατάλευκο και άσπιλο. Και εκεί πάνω γράφεται σιγά-σιγά το μέλλον μας, σχηματίζεται η προσωπικότητά μας, απόν τα εξωτερικά ερεθίσματα, την ανατροφή μας, το σχολείο, το κοινωνικό περιβάλλον. Γεννιόμαστε με απεριόριστες δυνατότητες, μπορεί να γίνουμε και Αϊνστάιν. Και αν δεν τα καταφέρουμε, δεν φταίμε εμείς, φταίνε κάποιοι άλλοι, φταίει το «σύστημα». Στη μανία μας να εξορκίσουμε τον βιολογικό μας προκαθορισμό, φτάνουμε στο άλλο άκρο, τον περιβαλλοντικό ολοκληρωτισμό. Και φυσικά φταίει το σύστημα σε πολλά, αλλά δεν φταίει που το παιδί σας δεν έγινε Αϊνστάιν. Δεν γεννιόμαστε με ίσες δυνατότητες, πολύ περισσότερο δεν γεννιόμαστε με απεριόριστες δυνατότητες. Δεν είμαστε μια λευκή σελίδα την στιγμή της γέννησής μας! Λευκή σελίδα δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία κανενός είδους, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας. Η αδιάκοπη διαδικασία της εξέλιξης γράφτηκε και γράφεται πάνω στο χαρτί αυτό, εδώ και 3,8 δισεκατομμύρια χρόνια.
Αυτό που ξεχνάμε είναι ότι το χαρτί αυτό έχει δύο όψεις. Η μία είναι γεμάτη με ότι προηγήθηκε πριν γεννηθούμε, η άλλη είναι λευκή, θα αρχίσει να γεμίζει από τη στιγμή που ερχόμαστε στον κόσμο. Χρειαζόμαστε και τις δύο σελίδες για να υπάρξουμε. Ξεχνάμε επίσης ότι η πρώτη σελίδα, η γεμάτη, ο γονότυπός μας, διαφέρει από άτομο σε άτομο, επειδή η προγονική αλυσίδα που καταλήγει στο άτομο Α είναι διαφορετική από εκείνη που καταλήγει στο άτομο Β. Αλλά ούτε η δεύτερη σελίδα, η άδεια, θα δεχτεί τις ίδιες εγγραφές, γιατί το άτομο Α θα μεγαλώσει σε διαφορετικό περιβάλλον από το Β. Και αυτό, οι διαφορές και στις δύο σελίδες, είναι που κάνει τελικά το άτομο Α «Α» και το άτομο Β «Β».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Βιολόγου, Phd, κ. Ζούρου Ελευθέριου «Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό», από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.